πεντέλοιπος

πεντέλοιπος
πεντέ-λοιπος, ον,
A remaining out of five, last of five, Cic. Att. 14.21.4, 15.2.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεντέλοιπος — ον, Α ο τελευταίος ενός συνόλου πέντε προσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + λοιπός (< λείπω), πρβλ. κατά λοιπος] …   Dictionary of Greek

  • λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”